ωρυθμός

ωρυθμός
ὁ, Α
1. ὠρυγμός*, ωρυγή
2. (για λιοντάρι) βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὠρυθμός — a howling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυθμοῖο — ὠρυθμός a howling masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυθμοῖς — ὠρυθμός a howling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυθμῷ — ὠρυθμός a howling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρύγμασιν — ὠρυθμός a howling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤρυγμα — ὠρυθμός a howling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”